Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Οι Έλληνες απέναντι στο κοινό καλό

Πρόσφατα δύο φίλοι διαφωνούσαν για το εάν στην Ελλάδα απουσιάζει η έννοια του κοινού καλού. Ο Νίκος επέμενε ότι οι Έλληνες είμαστε ιδιότυπα συμφεροντολόγοι, ενώ ο Μιχάλης διαφωνώντας ανέφερε δύο παραδείγματα:

  1. Τις ξερολιθιές στα νησιά, που έχουν φτιαχτεί με απίστευτο κόπο. Αν υπολογίσουμε στενά το κόστος ως προς την ωφέλεια, η κατασκευή είναι εντελώς ασύμφορη και μόνο η χρήση της για δεκαετίες, πιθανότατα αφού οι κατασκευαστές έχουν πεθάνει, αποσβένει τον κόπο και τον χρόνο για την κατασκευή τους.
  2. Τον εθελοντισμό κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, που ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Θα συμπλήρωνα ότι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πράξης στην κατεύθυνση του κοινού καλού είναι το φύτεμα ενός πλάτανου. Όταν ξεκουραζόμαστε στην σκιά ενός πλάτανου, που κοσμεί την πλατεία ενός χωριού, ας αναλογιστούμε αυτόν που τον φύτεψε και τον φρόντισε. 

Ο άνθρωπος αυτός ήξερε, ότι αποκλείεται ούτε αυτός ούτε τα εγγόνια του να χαρούν την σκιά.

Τέτοια παραδείγματα είναι πάμπολλα στην ελληνική ανθρωπογεωγραφία

Ωστόσο παρά τα παραδείγματα θα συμφωνήσω με τον Νίκο, ότι στην Ελλάδα απουσιάζει η έννοια του "κοινού καλού". Είμαστε "ιδιώτες" και όλοι ξέρουμε τι σήμαινε αυτή η λέξη στην αρχαία Ελλάδα και την ερμηνεία του idiot.

Τα παραδείγματα του Μιχάλη δεν σώζουν την κατάσταση: Αφ' ενός οι ξερολιθιές φτιάχτηκαν κατά κανόνα πριν τον πόλεμο και δυστυχώς οι περισσότερες είναι εγκαταλελειμμένες και θλιβερά παραδείγματα του πόσο εύκολα απαξιώσαμε και εγκαταλείψαμε πλούτο αιώνων. Αφ' ετέρου οι εθελοντές των Ολυμπιακών αγώνων, ήταν περισσότερο μία θεαματική στράτευση, που συναρτήθηκε με την επιθυμία για "γνωριμίες", δωρεάν παρακολούθηση αγωνισμάτων κ.λπ. Δεν ήταν η ανιδιοτελής προσφορά, που χαρακτήριζε την προπερασμένη γενιά. Πριν 60 χρόνια η κοινωνική προσφορά χωρίς κανένα αντάλλαγμα ήταν μέτρο εσωτερικής ολοκλήρωσης.

Πώς μπορεί να αξιολογήσει κανείς το γεγονός, ότι στην Κάρπαθο η τελευταία κόρη μένει ανύπαντρη για να φροντίζει τους γονείς; Πώς μπορεί να αξιολογήσει την δωρεάν φιλοξενία και σίτιση, που πρόλαβα ως διαβάτης σε ορεινά χωριά; Δεκάδες παραδείγματα βεβαιώνουν πόσο ψηλότερα έβαζαν οι Έλληνες την συλλογικότητα από την ατομικότητα.

Αυτή η αντίληψη της συμμετοχής στην κοινωνική ομάδα και της οικειοθελούς αυτοδέσμευσης σε κανόνες (ακόμα και εάν ήταν απομεινάρια αιώνων) ξεριζώθηκε βίαια μετά τον εμφύλιο. Ξεριζώθηκε όταν ένας λαός που μάτωσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για να ηττηθεί ο φασισμός, όχι μόνον δεν ανταμείφθηκε για τις θυσίες του, αλλά τιμωρήθηκε αναίτια, επειδή έτυχε στην Γιάλτα να "χαριστεί" στην Βρετανία. Οι εντιμότεροι, οι πιο αγνοί, οι πιο ανιδιοτελείς, εάν δεν εκτελέστηκαν, έζησαν για να δουν τους συνεργάτες των Γερμανών να χτίζουν ένα πελατοκεντρικό κράτος, από το οποίο ήταν αποκλεισμένοι. Έφτασαν να πουν: "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" ή ακόμα χειρότερα "Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι".

Το "κοίτα την δουλειά σου" έγινε εθνικό σλόγκαν για 10ετίες. Η οποιαδήποτε ενασχόληση με το "κοινό καλό" είτε αντιμετωπίζονταν ως γραφική είτε, με απίστευτη βία αν τα πράγματα σοβάρευαν.

Το τελευταίο συλλογικό σκίρτημα την δεκαετία του 60, όταν σε όλον τον πλανήτη άνθιζε μία άδολη αμφισβήτηση, συνθλίφτηκε από την χούντα.

Και όταν το ΠΑΣΟΚ έσπασε τον αποκλεισμό και έδωσε στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού το δικαίωμα συμμετοχής, η ανακλαστική αντίδραση ήταν "συμμετοχή στην λαμογιά". Γιατί το πρότυπο για 4 δεκαετίες ήταν ο καπάτσος, ο ανάλγητος, ο πολιτικά άχρωμος, ο κομπιναδόρος, και αυτός που συναλλάσσεται απ' ευθείας με την εξουσία. Όσοι λοιπόν μεγάλωσαν σε οικογένειες ηττημένες, προδομένες από τους συμμάχους, προδομένες ακόμα και από τους συντρόφους του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήταν πολύ λογικό να μιμηθούν αυτό το πρότυπο.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κοινωνικός ιστός, όπως στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Υπάρχουν σόγια, υπάρχουν κουμπαριές αλλά δεν υπάρχουν συλλογικότητες, σε επίπεδο γειτονιάς ή επαγγέλματος. Τα αθλητικά σωματεία, όπου σε άλλες  χώρες της Ευρώπης ενήλικες κοινωνικοποιούνται κάνοντας ερασιτεχνικό αθλητισμό (προσέξτε: Όχι πρωταθλητισμό) δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Συνδικάτα με την υγιή έννοια του όρου δεν υπάρχουν ή και εάν υπάρχουν έχουν ελάχιστη αποτελεσματικότητα.

Πλατείες και πάρκα ως ζωντανός δημόσιος τόπος συνεύρεσης, χωρίς τραπεζοκαθίσματα, δεν συναντάμε συχνά στις πόλεις μας.

Τα δημόσια αγαθά, καταπατώνται συστηματικά από το δημόσιο και ιδιώτες. Ό,τι ανήκει σε όλους μας κανείς δεν το υπερασπίζεται, κανείς δεν το σέβεται, κανείς δεν το πονάει σαν δικό του.

Αυτή όμως η πραγματικότητα, που οι Πράσινοι πολεμάμε, έχει τις αιτίες της.
Αν διολισθήσουμε σε έναν ανιστόρητο «ρατσισμό» που περιγράφει την ελληνική παθογένεια, χρεώνοντας την στην μεσογειακή τεμπελιά ή στην …τουρκοκρατία, δεν διαφέρουμε και πολύ από όσους δανείζονται το κλέος των αρχαίων Ελλήνων και τον πλούτο μίας γλώσσας (που ελάχιστοι μιλάμε), για να τεκμηριώσουν φυλετική και πολιτισμική ανωτερότητα.

Αρκετοί, με την ασφάλεια μίας οικονομικής άνεσης, μίας μορφωτικής επάρκειας και έχοντας ζήσει κάποια χρόνια στις ανεπτυγμένες χώρες, εύκολα λοιδορούν και καταδικάζουν μία ολόκληρη γενιά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η γενιά χρεοκόπησε την Ελλάδα. Αν όμως απλά την αναθεματίσουμε, χωρίς να σεβαστούμε τους κόπους της και χωρίς να αναζητήσουμε τις αιτίες, απλά θα συμμετάσχουμε σε μία ακόμα πόλωση. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν νοοτροπία, όταν κάποιος τους απαξιώνει και τους λοιδορεί. Δεν θα πάψει κάποιος να παρκάρει την αμαξάρα του στο πεζοδρόμιο αν απλά κάποιοι τον μουντζώνουν, ιδιαίτερα εάν αυτοί οι κάποιοι είναι μειοψηφία.

Ας γίνουμε οι Πράσινοι ζωντανά παραδείγματα μίας διαφορετικής νοοτροπίας και τρόπου διαβίωσης και όχι ζηλωτές και αγανακτισμένοι τιμητές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου