Με αφορμή μία συναυλία του Αντώνη Ρέμου στην κοσμική Μύκονο, ο οικονομολόγος Γιώργος Καλλής σε άρθρο του στο Greeklish μας προσκαλεί σε έναν ενδιαφέροντα προβληματισμό για τον ρόλο της κατανάλωσης στον σύγχρονο καπιταλισμό.
Ο Άντονυ Κουήν "Ζορμπάς" Flickr © sacmclubs |
Τον περασμένο Ιούλιο, 1.500 συνάνθρωποί μας πλήρωσαν ένα σημαντικό ποσό για
να κρατήσουνε τραπέζι σε ιδιωτικό θέρετρο της Μυκόνου για να απολαύσουν
τη συναυλία του τραγουδιστή Αντώνη Ρέμου. Όταν κάποιοι θαμώνες ανοίξανε
ένα κουτί με ακριβές σαμπάνιες προς τιμήν του pop ερμηνευτή, ο
τελευταίος απάντησε με τις γνωστές ύβρεις για τους Γερμανούς και τον κ.
Σόιμπλε. Κάποιοι δημόσιοι σχολιαστές υπεραμύνθηκαν του τραγουδιστή,
μιλώντας για το «δικαίωμα στο ξόδεμα». Είναι όμως πράγματι έτσι;
Σε ένα άκρως ενδιαφέρον άρθρο στα Νέα της 17ης Αυγούστου, ο Παναγής Παναγιωτόπουλος ενάντια στο ρεύμα της γενικής κατακραυγής για την συναυλία του Αντώνη Ρέμου υπεραμύνεται της «Μυκόνου της χλιδής και της κατανάλωσης» και του δικαιώματος «στην ατομική ευδαιμονία, να ξοδεύεις τα χρήματά σου, και να διαθέτεις το σώμα σου όπως νομίζεις». Επικρίνει την έρπουσα «πολιτική ορθοφροσύνη» και «νεοσυντηριτική ηθικολογία» της «στέρησης -εγκράτειας» την οποία εκφράζει μέρος της αστικής ελίτ αντλώντας από την «εικονολογία της γενιάς του 30», όχι μόνο γιατί «εξαγνίζει την φτώχεια» αλλά και γιατί συμβάλλει στην «περικύκλωση της δημοκρατίας» από την νεοφασιστική δεξιά, διαβρώνοντας τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της ελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή την ελευθερία της επιλογής και την επιθυμία για πλούτο. Όπως η αντισυστημική αριστερά δεν βλέπει ότι η κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος την οποία ευαγγελίζεται μόνο στον φασισμό θα οδηγήσει, έτσι και η αστική ελίτ δεν βλέπει ότι η δοξασία της εγκράτειας νομιμοποιεί αντιδραστικές ηθικολογίες οι οποίες απειλούν να καταργήσουν την ατομιστική δημοκρατία της αγοράς. Η ελίτ αυτή, υποστηρίζει ο Παναγιωτόπουλος, στην πραγματικότητα δεν ψέγει το μαύρο χρήμα της φοροδιαφυγής αλλά την μπας κλας κουλτούρα των μεσοστρωμάτων, εκφράζοντας την απαρέσκειά της μπροστά στο «ξόδεμα», «την συναισθηματική ελαφρότητα» και το μέσο γούστο. Η φοροδιαφυγή δεν είναι σύμφυτη με τον πολιτισμό και τους συμβολισμούς της σπατάλης, λέει: απεχθής είναι τόσο ο φοροφυγάς που τα σπάει στα μπουζούκια όσον και αυτός που χρηματοδοτεί τις ακριβές σπουδές των τέκνων του στις καλές τέχνες στο Λονδίνο. Το συμπέρασμα; «Δημοκρατία σημαίνει και φορολογία και ποπ σκυλάδικο».
Ήταν όμως το ξόδεμα και το κακό
γούστο αυτά τα οποία οδήγησαν στις αντιδράσεις κατά της συναυλίας Ρέμου;
Ξόδεμα υπάρχει και στα νησιώτικα πανηγύρια, ενώ η σπατάλη και το ελαφρύ
γούστο είναι καθημερινά στα «σκυλάδικα» της εθνικής οδού χωρίς να
δημιουργούν αντιδράσεις. Το ανορθολογικό προσωπικό ξόδεμα μάλιστα
αποτελεί μέρος του φαντασιακού της ελληνικότητας και των συμβολισμών της
γενιάς του '30, αν και υπό την μορφή του «μέτρου» και όχι της
εγκράτειας, της αμφίδρομης δηλαδή σχέσης πάθους και λογικής, που στην
αρχεία Ελλάδα συμβολιζόταν με την παράλληλη λατρεία τόσο του Απόλλωνα
και του Διονύσου στους ίδιους τόπους. Είναι ίδια η παρορμητική σπατάλη
για παράδειγμα του, μεταγενέστερου του 30, Ζορμπά του Καζαντζάκη και των
πελατών του Ρέμου;
Όχι. Η σπατάλη του πρώτου εκφράζει μια
παράδοξη ταπεινότητα, αφού αποτελεί άρνηση του υπολογισμού και της
προσωπικής ωφέλειας, υποτίμηση της σημασίας του υπερτιμημένου στην εποχή
μας «εγώ». Ο Ζορμπάς έχει μια ισχυρή προσωπικότητα, την σημασία της
οποίας μετριάζει ξοδεύοντάς την. Το ξόδεμα στα λαϊκά πανηγύρια είναι
ομαδικό και συλλογικό, διαχέοντας τα «εγώ» στο «εμείς» και ανανεώνοντας
έτσι τους κοινωνικούς δεσμούς μέσα από την ομαδική κατανάλωση. Αντιθέτως
η σπατάλη των πελατών του Ρέμου είναι αντικοινωνική αφού αποτελεί
χυδαία έκφραση πλούτου, έκφραση η οποία διαχωρίζει δεν ενώνει. Η
ελληνική οικονομική ελίτ της Μυκόνου μέσα από την σπατάλή της τονίζει
την σημασία της τόσο προς τους έξω (στους «Γερμαναράδες» που νομίζουν
ότι όλοι στην Ελλάδα είναι ίσα και όμοια φτωχοί που δεν έχουν να φάνε),
αλλά και προς τους συμπατριώτες τους στους όποιους λεν «εμάς δεν μας
αγγίζει τίποτα». Η δυνατότητα να ξοδεύεις χιλιάδες ευρώ για σαμπάνιες
και για λουλούδια όταν άλλοι δεν έχουν να φάνε, είναι επίδειξη ισχύος,
επίδειξη η οποία ενισχύεται από την ίδια την αδιαφορία για την κοινωνική
αντίδραση την οποία μπορεί να προκαλέσει. Είναι αυτή η χωρίς αιδώ
επίδειξη της ακραίας ανισότητας της Ελλάδας που προκάλεσε το κοινό
αίσθημα, όχι η ποιότητα της μουσικής του Ρέμου.
Ο Π.Παναγιωτόπουλος υποστηρίζει ότι η
επίδειξη πλούτου είναι κεντρικό συστατικό του καπιταλισμού, και ότι δεν
υπάρχει κανένα πρόβλημα εφόσον αυτή συμβαίνει εντός του νομικού πλαισίου
(δηλαδή δεν είναι προϊόν φοροδιαφυγής). Ιστορικά αυτό δεν ισχύει αφού
σε προηγούμενες φάσεις του ο καπιταλισμός βασιζόταν στην εγκράτεια, και η
κοινωνική διάκριση εκφραζόταν μέσα από τις χορηγίες στα κοινά ή τις
φιλανθρωπίες. Επίσης οι περιορισμοί στους οποίους υπόκειται η οικονομική
συμπεριφορά δεν είναι μόνο αυτοί οι οποίοι έχουν κωδικοποιηθεί σε
νόμους αλλά και τα αξιακά πλαίσια κάθε εποχής τα οποία εκφράζονται σε
έθιμα ή σε γενικευμένους κανόνες σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς. Το ότι
δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει την κοινωνικά προκλητική συμπεριφορά
των θαμώνων του Ρέμου, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν είναι και κοινωνικά
απαράδεκτη. Παρομοίως όταν λέμε ότι κάτι πήγε λάθος την εποχή του
χρηματιστηρίου δεν αναφερόμαστε μόνο στην καταπάτηση νόμων.
Έχει δίκιο φυσικά ο Π.Παναγιωτόπουλος
ότι η κατανάλωση και η επίδειξη αυτής είναι κεντρικής σημασίας στο
σύγχρονο καπιταλισμό. Οι προηγούμενες κρίσεις και τα όρια της
συσσώρευσης στη βάση της εγκράτειας, οδήγησαν στον ύστερο νεοφιλελεύθερο
καπιταλισμό, ο οποίος δόξασε την απόλυτη ελευθερία της ιδιωτικής
κατανάλωσης. Όπως όμως διέβλεψαν ήδη από την δεκαετία του 70 κοινωνικοί
επιστήμονες, όπως ο Frederick Hirsch ή ο Daniel Bell, ανάγοντας την
επιδίωξη του πλούτου ως την υπέρτατη, αν όχι την μόνη, αξία το μοντέλο
αυτό του καπιταλισμού είναι αυτοκαταστροφικό αφού διαλύει τις ίδιες τις
θεσμικές και πολιτιστικές του βάσεις. Η κρίση που βιώνει σήμερα η Ελλάδα
είναι αποτέλεσμα της γενικότερης κρίσης του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου
καπιταλισμού κι αυτό είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν
είχε πλήρως «νεοφιλελευθεροποιηθεί».
Δεν είμαστε μόνο εμείς υπερχρεωμένοι,
που δεν πληρώνουμε τους φόρους μας, αλλά και οι νομοταγείς Ιάπωνες,
Άγγλοι και Αμερικάνοι. Σε κρίση δεν είναι μόνο η μη-ανταγωνιστική
Ελλάδα, αλλά και η έως πρόσφατα χώρα «θαύμα» της οικονομίας της
πληροφορίας, η Ιρλανδία, ή παραγωγικές χώρες με επιχειρήσεις κολοσσούς,
όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Η κρίση παντού είναι προϊόν της
ανεξέλεγκτης χρέωσης και της παραγωγής φτηνού χρήματος προς διατήρηση
της κατανάλωσης και της αύξησης του ΑΕΠ, είτε μέσω των πιστωτικών
καρτών, των καταναλωτικών και των στεγαστικών δανείων (ΗΠΑ, Μεγάλη
Βρετανία, Ισπανία) είτε μέσω του εθνικού χρέους, εκεί όπου η οικονομική
δραστηριότητα περνάει ακόμα μέσα από το κράτος (πχ Ελλάδα). Δεν κάναμε
κάτι περισσότερο κακό εμείς από ότι οι άλλοι, απλά δανειστήκαμε μέσω του
κράτους αντί να δανειστούμε οι ίδιοι από τις τράπεζες. Ακόμα και η
φοροδιαφυγή δεν αποτελεί δική μας πατέντα. Η μικρο-φοροδιαφυγή μας είναι
πιο εύκολα ορατή από την «στα όρια του νόμου» μεταφορά μεγάλων
κεφαλαίων σε φορολογικούς παραδείσους, από την οποία υποφέρουν οι άλλοι.
Το θέμα είναι ότι τόσο ο δανεισμός όσο και η νομότυπη προσπάθεια
αποφυγής με κάθε μέσο της φορολογίας και της χορηγίας στα κοινά
νομιμοποιούνται αξιακά από την απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη επικράτηση
του δικαιώματος να πλουτίσεις όσο και όπως μπορείς. Γι’αυτό ακριβώς ο
συμβολισμός των συμπεριφορών της Μυκόνου έχει συνέπειες.
Όπως και την δεκαετία του 1930, ο καπιταλισμός αυτοκτονεί, οδεύοντας προς το νεοφασισμό, και αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με την αντισυστημική αριστερά ή την αστική πολιτιστική ελίτ. Τα γλέντια τύπου συναυλίας Ρέμου θυμίζουν έντονα «τελευταίες μέρες της Ρώμης». Είναι εικόνες κοινωνικής διάλυσης και διαφθοράς με την ευρύτερη και όχι την νομική έννοια του όρου. Το να τις ψέγουμε και να αναζητούμε ένα εναλλακτικό αξιακό πλαίσιο αποτελεί σημάδι υγείας. Συμφωνώ με τον Π.Παναγιωτόπουλο ότι, άτσαλα εκφρασμένη, η δοξασία της εγκράτειας και της φτώχειας ή η επίδειξη κοινωνικής ανωτερότητας μέσω της κριτικής του μέσου γούστου, εγκυμονούν κινδύνους.
Η απάντηση όμως δεν μπορεί να είναι η εκ
νέου δοξασία της χυδαίας επιδίωξης και επίδειξης πλούτου, όταν αυτή μας
έφερε εδώ που μας έφερε. Στα πιο προοδευτικά γραπτά της γενιάς του 30’
υπήρχαν συστατικά για ένα Ελληνικό μοντέλο κοινωνικής εξέλιξης βασισμένο
στις αρχές του μέτρου, της απλότητας, της συλλογικότητας και της
συντροφικότητας. Η αδιαφορία για την πολιτικοποίηση των ιδεών αυτών και
για την κοινωνική δυναμική πραγμάτωσή τους οδήγησε πρώτα στην υφαρπαγή
και διαστρέβλωσή τους από τον εθνικιστικό πατριωτισμό και ύστερα στον
ευτελισμό τους στον βωμό της τουριστικής αγοράς και κατανάλωσης. Στην
πολιτικοποίησή τους ίσως κρύβεται το μυστικό για έναν νέο αριστερό,
Ελληνικό λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου